Σελίδες

Η ΚΡΗΤΙΚΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΤΟΝ 17ο ΑΙΩΝΑ

 Μέρος 1ο 



Ο Τζουάνε Παπαδόπουλος γόνος ενετικής οικογένειας έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Κάντια στο σημερινό Ηράκλειο Κρήτης τον 17ο αιώνα, λίγο πριν πέσει στα χέρια των Τούρκων.
Μετά την παράδοση της Κρήτης στους Τούρκους από τους Ενετούς, αναχωρεί για την Πάδοβα της Β. Ιταλίας όπου εκεί τα τελευταία χρόνια της ζωής του,  αναπολώντας τις μνήμες του, γράφει στα Ιταλικά για τον τόπο που μεγάλωσε.
Μέσα από τις περιγραφές του, αντλούμε πολλά στοιχεία για την Κρητική διατροφή, μαθαίνουμε τι έτρωγαν στο καθημερινό τους γεύμα τη περίοδο και  γνωρίζουμε τα προϊόντα της κρητικής γης. 
Ο Τζουάνε ήταν γαιοκτήμονας  και συνάμα αξιωματούχος στη Δουκική Καγκελαρία πράγμα που σημαίνει ότι οι πληροφορίες του είναι αξιόπιστες, ήξερε καλά τη καθημερινή ζωή των αρχόντων και των απλών χωρικών της υπαίθρου.
Δείτε μερικά αποσπάσματα σχετικά με τη διατροφή τους και το καθημερινό φαγητό τους.


Από την εποχή του 17ου αιώνα οι
κριθαροκουλούρες της Κρήτης
ήταν ήδη ονομαστές.
1. Οι χωρικοί της Κρήτης και ιδιαίτερα αυτοί που ήταν στη δούλεψη των Ενετών, όταν είχαν καλούς αφέντες, και ζούσαν χριστιανικά, είχαν καλή ζωή, και πάνω απ΄όλα είχαν αφθονία τροφίμων. Είχαν απ΄ όλα τα αγαθά, πολύ περισσότερα από  αυτούς που ζούσαν στην πολιτισμένη τότε  Β. Ιταλία. Το καιρό της συγκομιδής προμήθευαν το σπίτι τους με ότι χρειαζόταν για ένα χρόνο, πρώτα - πρώτα αποθήκευαν κριθάρι απ΄ όπου έβγαζαν το ψωμί τους, όσπρια κάθε λογής όπως λευκά μπιζέλια, (δηλαδή ρεβύθια) φακές, στρογγυλά μπιζέλια, μαναρόλια (είδος λούπινου - λαθούρι), και πάνω απ΄ όλα χοντρή φάβα, που ήταν η πολέντα τους. Αυτή τη φάβα τη μαγείρευαν κάθε πρωί το χειμώνα, θα έλεγε κανείς πιο πολύ με λάδι, παρά με νερό, ώσπου να λιώσει στο τσουκάλι, και την έτρωγαν με κρίθινο ψωμί μαζί με κρεμμύδια ή μαύρες ελιές, που είχαν κι απ΄ αυτές προμήθειες για όλο το χρόνο, γιατί τις έτρωγαν κανονικά με όλα τα όσπρια. Μετά, τις μέρες που έτρωγαν κρέας, δεν τους έλειπε ποτέ από το σπίτι, καθώς το αγόραζαν φθηνά όσοι δεν είχαν δικά τους ζώα...


Οι χοχλιοί, της Κρήτης αποτελούν
έως και σήμερα  εξαιρετικό
έδεσμα. 
2. Όπως μας πληροφορεί ο Τζουάνε οι χωρικοί της Κρήτης, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο φαγητό, απολάμβαναν την αφθονία των σαλιγκαριών, καθώς ήταν αναρίθμητα και βρισκόταν παντού στην εξοχή και τους λόφους κάτω από και πέτρες και ξύλα. Τα σαλιγκάρια που πουλιόντουσαν στις πόλεις ήταν  αλατισμένα, μεγάλου μεγέθους, εξαιρετικοί σε γεύση καθώς ήταν πολύ λιπαροί και  λέγονταν "χοχλιοί νερατζάτοι". Λόγω της αφθονίας οι χωρικοί ποτέ δεν αγόραζαν, τους έτρωγαν σε καθημερινή βάση, σχεδόν εκατό σαλιγκάρια και βάλε στη καθισιά τους. Τους έφτιαχναν ψητούς στη σχάρα, τηγανητούς ή βραστούς και τους άνοιγε η όρεξη να πιουν κρασί ρομπόλα. 
Υπήρχε ακόμα και ένα άλλο είδος σαλιγκαριού, μικρότερο σε μέγεθος από τους νερατζάτους που προαναφέραμε, ποιο διαφορετικοί  με άσπρο κέλυφος  και τρωγόντουσαν  βραστοί με ξύδι και λάδι αφού προηγουμένως τους έβγαζαν από το κέλυφος τους.  

3. Το κυνήγι και ειδικότερα οι πέρδικες βρίσκονταν σε αφθονία σε κάθε ευκατάστατο σπίτι, έφτιαχναν ειδικούς χώρους με καλάμια όπου τις τάιζαν μαζί με τρυγόνια και ορτύκια που τα έπιαναν μαζικά κατά τη περίοδο της μετανάστευσης τους και τα έτρωγαν φρεσκομαγειρεμένα  ή τα πάστωναν και αποτελούσαν εξαιρετική τροφή σε περιόδους ισχνών αγγελάδων.  (σε επόμενη ανάρτηση θα αναφερθούμε λεπτομερώς).

4. Το κρέας ήταν αρεστό στου κατοίκους ιδιαίτερα  των μουνουχισμένων αρνιών που θεωρούσαν ότι ήταν καλύτερο αυτό το μοσχάρι, πολύ νόστιμο και τρυφερό καθώς προερχόταν από το βοσκοτόπι. Ακόμα και το κατσικίσιο κρέας είχε ωραία μυρωδιά, γιατί τα ζώα έβοσκαν όλο σε λόφους και η συνηθισμένη τους τροφή ήταν αρωματικά φυτά, ιδίως μυρτιές.   Όταν κάποιος πουλούσε τα ζωντανά του, σύμφωνα με τον Δουκικό νόμο, του παρακρατούσαν το 1/4 της ποσότητας.  Τα εντόσθια των ζώων από εκείνο το τέταρτο δηλ. το κεφάλι, οι κοιλιές και ό,τι άλλο απέμενε, το μαγείρευαν στο κέντρο της πόλης (Ηράκλειο) σε δύο μεγάλους φούρνους που βρισκόταν λίγο πιο πέρα από την κρεαταγορά και τα πουλούσαν στους φτωχούς, στου τεχνίτες και στους στρατιώτες σε πολύ χαμηλές τιμές. Ο ζωμός, όπως γράφει στα απομνημονευματά του ο Τζουάνε ήταν πολύ παχύς και εξαιρετικά μυρωδάτος, τόσο που κάποιες φορές όταν περνούσε κανείς από εκείνα τα μέρη της κρεαταγοράς ένιωθε από μακριά τη δυνατή μυρωδιά.     

Επεξεργασμένο κείμενο
"Αναμνήσεις από τη Κρήτη του 17ου αιώνα"      

Κων/νος Σουλιώτης
26 Ιανουαρίου 2014 


       


   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου